Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΑΡΩΜΑΤΟΣ ΚΟΣΜΟΥ...





Σπαταλώντας τον άφθονο χρόνο φθείρεις τους ευαίσθητους ιστούς,
την μνήμη απορυθμίζεις και ντύνεσαι νευρωτικά σαν θάμνος υστερίας.

Αφέσου ολοκληρωτικά σ΄ αυτό το κύμα
ξέχασε όλα τα ρυθμισμένα μονοπάτια
εκτροχιάσου- περιδινήσου- θαύμασε!

Από την καρδιά μπορείς να δεις όλη την έκταση του κόσμου σε μία και μοναδική στιγμή  
να γευτείς όλη την χωροχρονική μας διαδρομή σε μία και μόνη αναλαμπή
όταν δάκρυα θα γεμίζουνε την λίμνη του δειλινού
και αστραπομορφές θα χαιρετάνε εμπρός σου.

Λευκή θεά– Ινώ- Απροσάρμοστη Αρχή.
Ελευθερία- χωρίς όνομα, χωρίς δεμάτια νοερών απεικονίσεων,
σαν πίδακες λευκού και χρυσαφένιου αρώματος,
Φωτιάς αγκάλιασμα και εκδρομέας λέξεων!
Πόσα τα πλαστά διαβατήριά σου
πόσες οι έννομες εκπυρσοκροτήσεις σου;
Και ήταν πάντα αυτό ο αναμαλλιασμένος χρόνος
μια στάσιμη ροή άφθονου τίποτα.
Σε χαώδεις υπερωρίες και ολονύκτιες παράτες εγγαστρίμυθων θεών
παραμάνων που βύζαιναν την νωπή αιωνιότητα κρυφά στην ανήλιαγη κάμαρή τους
μυστικές εκφέροντας φράσεις,
τρυπώνοντας στα αρχετυπικά υποθηκοφυλάκια
να γεμίσουν τις πεδιάδες μας με νέες πινελιές και νέες ρήξεις.

Σε ήθελαν γευστική αχλύ
όμορφη κόρη του παραμυθιού
χρυσάνθεμου νεροποντή
αβάσταχτη ριπή από φανταστικά βασίλεια που παραμόνευαν την προσευχή σου:
Ω όνομα μυστικό, άρρητο σύνολο
που καις τους λευκασμένους μύες μας.
Ω θυσία απρόσωπη, εκστατικό κενό
τούτου του γεμάτου εκκρίσεις πρόσκαιρου βωμού!
Δώσ΄ μου την τελική μου ρότα, αστέρι εναντιούμενο στις βλέψεις των θεών του,
εκτροχιασμένο παραλήρημα, συμπαντικού νοός.
Δεν ήσουν και εσύ, μαινάδα, Διόνυσε,
μικρή Καλυψώ
το αθάνατο αίμα μου
το ασίγαστο κύμα;

Αν βαθιά καρτερώ τον ερχομό μου, ποιον καρτερώ;
Ποιας άστοχης εικόνας γίνομαι το πεπρωμένο κτήμα,
ποιος ναός με δέχτηκε σε λατρευτική χορεία;

Ξέρω βαθιά τον ρου τον μυστικό του φυλλορροόντος κήπου,
την θάλασσα την καταπράσινη που κρέμεται στον τοίχο
με κοχύλια φύλακες και ποταμούς λαβύρινθους- μαιάνδρους του ονείρου.
Αν άπειρο και νιοστή σιωπή το τελικό πηλίκο
γδαρμένο απ΄ την τρυφηλή αφή το νοτισμένο σώμα,
πού είναι οι ορίζοντές σου Οδυσσέα,
τα λευκά πανιά που σχιστήκανε στη δύση;
Και είσαι ακόμα στης Ιθάκης σου την μήτρα!

Απόλλωνα βλαστάρι φθόγγων τυλιγμένο σε χορτάρι παραδεισένιου κήπου,
ποιας ώρας λαχταράς τον ερχομό της;
Ποιον άνεμο να στείλω να σε φέρει;
Μαζί μου τα σημειωματάρια των νευρικών αιώνων,
οι βυθοί των θαλασσών σε συμφωνίες που αντηχούν ως την αίθουσα του θρόνου
και καλπάζουν προς τον ήλιο οι τροχιές μας
ως να πλημμυρίσει η Ατλαντίδα καινούργιους έρωτες
και χελιδόνια- ημίθεοι να κρέμονται από το ταβάνι-
δεν θα αργήσει η φωτοπομπή να έρθει.
Παρακαλάω το πράσινο το κύμα να γυρίσει
να βγει από τον μουχλιασμένο θησαυρό του ύπνου
αγκαλιά με τον μυθοκίνητο Τιτάνα
να αποστομώσει τα βαριά κατηγορώ των ξέφρενων Κουρήτων
ως μία ύστατη στιγμή να γονατίσει εμπρός μου!
Για να σωθώ!

Γινόμενος ένα με δαίμονες και αερικά
πλάσματα που το σκάσανε από τα λευκά ιδρύματα
και τις τραπεζικές θυρίδες,
περιμένω καιρό την νέα αυγή
μια ποθητή σταγόνα της χίμαιρας του κόσμου.
Και ήρθαν απόψε οι λατρεμένες ώρες να ενδώσουν,
μαύρα πετράδια που κυλούν στον αφρισμένο ήλιο
σαν σε κοράλλινη χοάνη που μέσα της σε χάνω.

Ο κόσμος συρρικνώνεται ως να χωρέσει εντός μου,
φράση επούλωση και ρήγμα ρυθμικό.
Μην σπαταλάς άλλο την αντίστιξη,
την ατέλεια της συμπλέουσας αράχνης,
όπου κείτεται η πόλη που πάνω της ύφανε το μοιραίο παιγνίδι,
εκεί αγκομαχά ο θάνατος
από την αρχή ως το τέλος του.

Δεν ξέχασα ποτέ την υπόσχεση που δώσαμε
εκείνο το μακρινό πρωί στον σκονισμένο ορίζοντα
όταν τα μάτια μας έπλεκαν με τις μυστικές εισόδους σιντριβάνια
και έτρεχαν με τους ακοίμητους φρουρούς στον νεογεννηθέντα ουρανό- δεν ξέχασα την Πύλη.

Και τρέχω  εκεί να σε προφτάσω θεά Παλλάδα
να διασχίσω την γέννησή μου με την ανάσα σου
και μέσα μου να αφεθώ
να γκρεμιστώ στο Παν
χάρτινος ήρωας και Ιάσονας και Ιησούς
και βασιλιάς της ζούγκλας.
Επωμίστηκα το διαμαντένιο σώμα της λέξης
και έπλασα με τα δάχτυλα του κόσμου το όραμά του
γεφύρωσα τη φαντασία με την κίνηση
και στάθηκα μάρτυς σιωπηλός στων μαχητών τα άγχη.
Δειλοί, αλάνθαστοι προφήτες, χαμάληδες γεμάτοι τρίχες
εφύτευαν στο στόμα τους πιπίλες του ελέους και χρώσταγαν στο άπειρο,
όταν από την θλιβερή τους κρύπτη αποκήρυξαν τη γεύση.

Δεν θα μπορέσουνε ποτέ οι έρημοι να ξεδιψάσουνε τον μαραμένο ύπνο
ω νεφέλωμα απραξίας και τύχης.

Ποια νότα μαγική έπαιξε ο ίδιος άνεμος
τότε και απόψε που στο ποτήρι μου ο Μπόρχες απαγγέλνει
και τελειώνει ο θρίαμβος του εκατοστού πιθήκου
κλίμακα ηλεκτρικού θορύβου σε αγγελικές σονάτες
αστράψτε την εξαίσια ονειροπόλησή σας.
Η Αριάδνη αν και έγινε η ίδια νήμα
διάττοντας πρόφτασε να φτάσει στην γιορτή μας
να ξαναπάρει τον ίδιο δρόμο
σε πείσμα εκείνου του ορθογώνιου
του λατρευτή Πηλέα που ΄χασε τον γιο του απόψε στη ρουλέτα.

Ποιοι προχωρούν; Και ποιοι πετούν;
Ποιοι αψηφούν την έφηβη βαρύτητα;
Σε ποια ακτή θα χορέψουμε το τελευταίο μας ταγκό,
πλάι σε δελφίνια και ιππόκαμπους και εκστατικά νετρίνα;
Αφού ο κόσμος δειλά σου ξέφυγε
και θέλει να γυρίσει πίσω- άφησέ τον,
ως να χαθεί από το μήκος του χεριού μου
μικρή κουκίδα καθώς σηκώνεσαι από τον νυχτερινό σου ύπνο
και αγκαλιάζεις όλα τα πρόσωπα που σε συντρόφεψαν και αυτό το βράδυ
και ντύνεσαι όνειρο και στέπες μαγικές
και έρχεσαι κατρακυλώντας στο αναπόφευκτο
μαθαίνοντας τους νόμους του ατέρμονου
του στοχαστικού ημίφωτος.

Γίνεται το σώμα περισκόπιο και ελευθερωτής
Πρωτέας σε αναζήτηση χλωμής σαγήνης
στα μακρινά τ΄ αστέρια φτάνουνε τα βλέφαρά σου.

Όνειρο και ποίηση
άσεμνε ύμνε
πηγή της όρεξης ανεπαίσθητων εκτάσεων
σε ικετεύω μυστικά
εξάπλωσε το τώρα
και γέμισε το άδειο αύριο με το ανάλαφρο κορμί σου
άσε με να δω και να γευτώ την εκπνοή σου
και θα μείνω εγώ για πάντα έξω από τον πόνο
έρημος και ορεινός
καθρέφτης του χαμού μου.

Γιατί σε σένα έρχονται οι τελευταίες λέξεις
και ψάχνουνε στο σώμα σου την απεραντοσύνη.

Σε αγορές μυστικές συνάντησα το δέρμα σου
στιγματισμένο με του ήλιου τις τροχιές
και πέθαιναν επάνω του οι δρόμοι
από τις αιωνιότητας τα βάθη ακούγονται οι τελευταίες προσευχές σου
τρωτό της αθανασίας σημείο
λεπτό λύγισμα, του ανέμου που σε ξαναφέρνει,
γύρισε μέσα μου
ολόκληρος και παντοτινός σε περιμένω!

Ακούω το διάφραγμα της προσευχής σου
το κενό που γύρω του στοιχίζεσαι και λιώνεις
αδημονείς για τον θάνατο-
τον ύπνο που σε κλέβει κάθε βράδυ.
Και σταγόνες έκτασης γίνεται η όραση που παρασέρνεις.

Γέρνεις επάνω μου σαν καταιγίδα και αφήνομαι
μέσα στις φλέβες μου χωρίζουνε οι θυμοί σου
τραγούδι που ξετύλιξες της Ίριδας το πέπλο.

Αγκυροβόλησα στο χάρτινο λιβάδι
έδρεψα πίκρες και γεύτηκα ανέμους
σαν μήλο ώριμο σάπισα στο χώμα
και έγινα πλανήτης του χαμού μου
και ξέφυγα από έξω και από πάνω
δρασκέλισα σαν Πήγασος τον χρόνο
και ήρθα να βρω την αιώνια λέξη
την πηγή του αθάνατου Νηρέα
να εκτοπίσω όλο το κέντρο και το σκοπό
να ανοίξω πανιά στη μέση του ονείρου
και να χαθώ στη σαρκοφάγο του έρωτα
στροβιλιζόμενος δερβίσης στο τρυφερό ανεξάντλητο.

Ήσουν παντού και Δερκετώ και Δίκτυνα
και του κόσμου η εγκυμοσύνη
χρυσή βροχή τυλιγμένη στης Σεμέλης τον μηρό.
Υάκινθος και μενεξές
ηλιαχτίδα που θαμπώνει κάτω από την πεδιάδα των βλεφάρων
αποκοίμισες το σώμα και έφερες μαζί σου την αιώνια νιότη-

την υπόσχεση που ποτέ δεν ξέχασα
μικρό μου μονοπάτι
χιαστί χαρά
εκείνο το μακρινό πρωί, στον σκονισμένο ορίζοντα.



                   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου